Θεσσαλία

Θεσσαλία
η Фессалия (область Греции)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Θεσσαλία" в других словарях:

  • Θεσσαλία — Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλία fem nom/voc/acc dual Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλίη fem nom/voc/acc dual Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίᾳ — Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλία fem dat sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — Sp Tesalijà Ap Θεσσαλία/Thessalia L Graikijos ist. ir adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θεσσαλία — η περιοχή της Ελλάδας μεταξύ Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεσσαλίας — Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλία fem acc pl Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλία fem gen sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλίη fem acc pl Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλία — Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλία fem nom/voc/acc dual Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλίη fem nom/voc/acc dual Θεσσαλίᾱ , Θεσσαλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλίας — Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλία fem acc pl Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλία fem gen sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλίη fem acc pl Θεσσαλίᾱς , Θεσσαλίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίαι — Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλία fem dat sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίαν — Θεσσαλίᾱν , Θεσσαλία fem acc sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱν , Θεσσαλίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλίαι — Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλία fem dat sg (attic doric aeolic) Θεσσαλίᾱͅ , Θεσσαλίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»